αλληλένδετο(ν)

αλληλένδετο(ν)
το взаимосвязь, взаимозависимость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αλληλένδετο(ν)" в других словарях:

  • αλληλένδετος — η, ο (ΑΜ ἀλληλένδετος, ον) συνήθως στον πληθ. (κυριολ. και μτφ.) αυτοί που αμοιβαία συνδέονται με άλλους, αυτοί που αμοιβαία εξαρτώνται από άλλους νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αλληλένδετο αλληλοσύνδεοη, αλληλεξάρτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλ(ο) * +… …   Dictionary of Greek

  • αλληλεξάρτηση — και αλληλο , η [αλληλεξαρτώ] αμοιβαία εξάρτηση προσώπων ή πραγμάτων μεταξύ τους, αλληλεπίδραση, το αλληλένδετο …   Dictionary of Greek

  • συννομή — η, ΝΑ, και δωρ. τ. σύννομα, ἡ, Α [συννέμω] νεοελλ. (νομ.) η από κοινού άσκηση τής νομής, δηλαδή τής φυσικής εξουσίας επί ορισμένου πράγματος διάνοια κυρίου αρχ. 1. κοινή νομή, κοινός χώρος βοσκής 2. πράγμα αλληλένδετο με κάτι άλλο 3. (στην… …   Dictionary of Greek

  • τηλεχειρισμός — Σύστημα, συνήθως ηλεκτρικό, που επιτρέπει τον χειρισμό μηχανών, συσκευών, οργάνων κλπ. από απόσταση. Σε πολλές εγκαταστάσεις είναι χρήσιμο να χειριζόμαστε τα διάφορα όργανα που συνθέτουν ένα σύνολο από ένα ή περισσότερα κεντρικά σημεία, είτε για… …   Dictionary of Greek

  • ερμηνευτική — Κλάδος της φιλολογικής επιστήμης που ασχολείται με την ανάλυση και την κατανόηση των λογοτεχνικών κειμένων. Στηρίζεται στο θεμελιώδες επιστημολογικό αίτημα ότι η κατανόηση των επιμέρους στοιχείων που συγκροτούν ένα κείμενο προϋποθέτει τη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»